- προκαταρκτικός
- -ή, -ό / προκαταρκτικός, -ή, -όν, ΝΑ [προκατάρχομαι]αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται πριν από το κύριο έργο, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός (α. «προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις» β. «προκαταρκτική διδασκαλία» γ. «προκαταρκτικαὶ ἔννοιαι», Ερμογ.)νεοελλ.1. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα προκαταρκτικάα) το σύνολο τών προπαρασκευαστικών ή προεισαγωγικών ενεργειών («προκαταρκτικά τής εορτής»)β) τίτλος προεισαγωγικού κεφαλαίου σε ομιλία ή σύγγραμμα2. φρ. «προκαταρκτική εξέταση»(νομ.) συνοπτική, ανακριτικής υφής διαδικασία, τής οποίας η κίνηση εναποτίθεται στη διακριτική ευχέρεια τού εισαγγελέα, προκειμένου αυτός να ελέγξει την ουσιαστική βασιμότητα μιας πληροφορίας για ένα έγκλημα και να ασκήσει ποινική δίωξηαρχ.1. αρχικός, πρωταρχικός2. άμεσος, βασικός3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προκαταρκτικάτα άμεσα αίτια τών πραγμάτων4. φρ. «παιών προκαταρκτικός»(μετρ.) ο πεντάσημος πόδας που αρχίζει από μακρά συλλαβή.επίρρ...προκαταρκτικώς / προκαταρκτικῶς ΝΑ και προκαταρκτικά Ννεοελλ.με τρόπο προκαταρκτικό, προεισαγωγικόαρχ.σε αναφορά με την αρχή, την προέλευση.
Dictionary of Greek. 2013.